Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν έμαθε

  • 1 γράμμα

    τό
    1) буква;

    γράμμα μεγάλο ( — или κεφαλαίο) — заглавная, прописная буквг;

    γράμμα μικρό ( — или πεζό) — строчная буква;

    γράμμ ιερογλυφικό — иероглиф;

    γράμμα του τύπου — типографская литера;

    2) письмо;

    συστημένο γράμμα — заказное письмо;

    3) πλ. дип грамота;

    διαπιστευτήρια γράμματα — верительные грамоты;

    ανακλητήρια γράμματά — отзывная грамота;

    4) πλ. литература;

    τα γράμματα και οι τέχνες — литература и искусство;

    οι άνθρωποι ( — или προσωπικότητες) των γράμμάτων και της τέχνης — деятели культуры;

    5) πλ. учение, просвещение, образование; наука;

    βνθρωπος των γράμματών — образованный человек;

    γνωρίζω ( — или ξέρω) γράμματα — быть грамотным;

    δεν έμαθε γράμματά — он не получил образования;

    § ιερά γράμματα — священное писание;

    κενό γράμμα — пустея, бессодержательная бумага;

    γράμμα του νόμου — буква закона;

    νεκρό γράμμα — мёртвая буква;

    κορώνα (η) γράμματα — орёл или решка;

    έπαιξε το κεφάλι του κορώνα (η) γράμματα — он рискнул головой;

    δεν τα παίρνω τα γράμματα — быть тупым, бестолковым;

    κατά γράμμα — буквально, дословно; — слово в слово;

    γράμματα κλάμματα — погов, без муки нет науки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γράμμα

См. также в других словарях:

  • άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ανήκοος — ἀνήκοος, ον (AM) [ακούω] μσν. 1. αυτός που δεν άκουσε κάτι 2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι 3. ανυπάκουος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον ανυπακοή,… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • αλουστράριστος — η, ο 1. αυτός που δεν λουστραρίστηκε, δεν στιλβώθηκε, αστίλβωτος, αγυάλιστος 2. που δεν έμαθε καλούς τρόπους, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *λουστραριστός < λουστράρω, κατά τα παραγόμενα από ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • άιστος — ἄιστος και ᾆστος, ον (Α) (ποιητική λέξη) 1. αόρατος, άφαντος 2. αυτός που δεν έμαθε, που δεν γνωρίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fιδ τος (< Fιδ εῖν), με συριστικοποίηση (τροπή σε σ) τού δ προ τού οδοντικού τ. ΠΑΡ. αρχ. ἀιστόω] …   Dictionary of Greek

  • αμάθητος — η, ο 1. άπειρος, ασυνήθιστος: Ήταν η καημένη αμάθητη από δουλειές. 2. αυτός τον οποίο δεν έμαθε κανείς, δε διδάχτηκε: Έχω ακόμη αμάθητη τη γεωγραφία μου. 3. αμάθευτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετέπειτα — επίρρ. χρον., αργότερα, κατόπιν: Κανείς δεν έμαθε τι κάναμε μετέπειτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τούβλο — το (λ. λατ.) 1. πλιθάρι ψημένο για οικοδομές. 2. άνθρωπος αμαθής, κουτός, κούτσουρο: Δεν έμαθε γράμματα το τούβλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»